Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στίς εννιά το

См. также в других словарях:

  • εννιά — και εννέα αριθμ. απόλ., άκλ. 1. ποσότητα εννέα μονάδων. 2. σε χρονολογίες και ημερομηνίες αντικαθιστά το τακτικό ένατος: Γεννήθηκε στις εννιά Νοεμβρίου (την ένατη ημέρα του μήνα). 3. όμοια για ώρα και ηλικία: Μπήκε στα εννιά (στο ένατο έτος). 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • μακαρίτης — ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας) 1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα τής ζωής 2. μακάριος, ευτυχής νεοελλ. παροιμ. «στις εννιά τού μακαρίτη μπήκε… …   Dictionary of Greek

  • Νόσσις — (τέλος 4ου αι. π.Χ. – αρχές του 3ου. αι. π.Χ.). Ποιήτρια από τους Λοκρούς της Μεγάλης Ελλάδας, που έζησε την εποχή του Πτολεμαίου A’. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις εννιά λυρικές ποιήτριες που είναι γνωστές και ως Εννέα Μούσες. Δώδεκα επιγράμματα… …   Dictionary of Greek

  • γύρω — επίρρ. 1. τοπ., κυκλικά: Μαζεύτηκε κόσμος γύρω από τον πάγκο του μικροπωλητή. 2. χρον., περίπου: Να βρεθούμε γύρω στις εννιά; 3. φρ., «Φέρνω κάτι γύρω γύρω», λέω κάτι με τρόπο, απέξω απέξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… …   Dictionary of Greek

  • Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»